- χρωμάτωση
- ηχρωμάτισμα, βαφή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χρωμάτωση — η, Ν [χρωματώ] 1. χρωμάτισμα, βαφή 2. αλλαγή τού συνήθους χρώματος τού δέρματος 3. η αρχική επάλειψη ζωγραφικού πίνακα με λαδομπογιά για να δοθεί η εντύπωση τού βάθους … Dictionary of Greek
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek